- φράγμα
- το, ΝΜΑ, και φάργμα και φάρχμα Αφράχτης, περίφραξηνεοελλ.1. φραγμός, εμπόδιο2. κατασκευή για παρεμπόδιση τής ροής τού νερού, για μεταβολή τού ρου ρεόντων υδάτων ή για τη δημιουργία ταμιευτήρων, υδροφράκτης, υδατοφράκτης3. φρ. α) «φράγμα συνόλου»μαθημ. αριθμός περατούμενου συνόλου, μεγαλύτερος ή μικρότερος τού οποίου δεν υπάρχει στο σύνολο αυτόβ) «φράγμα αεροστάτων»στρ. προστατευτικό φράγμα από αερόστατα για να εμποδίζεται η πτήση εχθρικών αεροπλάνωνγ) «φράγμα ασφαλείας»(ναυτ.-στρ.) δίχτυ κάθετο προς το κατάστρωμα αεροπλανοφόρου για να συγκρατεί αεροπλάνο που τυχόν θα υποστεί βλάβη στο σύστημα αγκίστρωσής τουδ) «φράγμα δυναμικού»(πυρην.-φυσ.) το δυναμικό ενός πεδίου δυνάμεων το οποίο αντιτίθεται στη διέλευση μέσα από μια ορισμένη περιοχή τού πεδίου τών σωματιδίων που υπόκεινται σ' αυτές τις δυνάμειςε) «φράγμα ήχου»(αερον.) κρίσιμη ζώνη ταχύτητας μέσα στη διηχητική περιοχή, κατά την οποία τα κύματα κρούσης αυξάνουν σημαντικά την οπισθέλκουσαστ) «φράγμα πυρός»στρ. φραγμός πυρόςζ) «οπτικό φράγμα» ή «φράγμα περίθλασης» ή, απλώς, «φράγμα»φυσ. στοιχείο ορισμένων οπτικών διατάξεων αποτελούμενο από μια επιφάνεια η οποία φέρει πυκνές ισαπέχουσες και παράλληλες χαραγές και επιτρέπει την ανάλυση τού φωτόςαρχ.καθετί που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο άμυνας ή προφύλαξης, λ.χ. τα βλέφαρα για τα μάτια, το μελάνι για τη σουπιά κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ- τού φράζω* (ΙΙ) (πρβλ. φραγ-μός) + κατάλ. -μα (πρβλ. πρᾶγ-μα). Για την εναλλαγή φρα- / φαρ στο θ., βλ. λ. φράζω (II)].
Dictionary of Greek. 2013.